Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Η εξαθλίωση και η χλιδή στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής


Όταν πριν από πέντε χρόνια ο Ζεπ Μπλάτερ ανακοίνωσε την απόφαση της FIFA για να διεξαχθεί η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην αφρικανική ήπειρο, οι ενστάσεις ήταν πολλές. Η μεγαλύτερη ήταν σαφέστατα αυτή της ασφάλειας, ιδιαίτερα γνωστή και σε εμάς τους Έλληνες από τις επικρίσεις που δεχτήκαμε την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Μόνο που στην δική μας περίπτωση ο φόβος είχε να κάνει με την (εγχώρια και διεθνή) τρομοκρατία. Αντίθετα, στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής έχει να κάνει με ζητήματα χαμηλής, απλής, καθημερινής εγκληματικότητας. Μιας εγκληματικότητας που μπορεί να μην κυριαρχεί σε κανάλια και εφημερίδες, ούτε καν να απασχολεί ιδιαιτέρως τα τοπικά νοτιαφρικάνικα ΜΜΕ, αφού θεωρείται κάτι γνωστό και σύνηθες (και άρα «μη είδηση»), αλλά που σοκάρει τον επισκέπτη που βρίσκεται εκεί και διαπιστώνει ιδίοις όμμασι την κατάσταση.



Οι οδηγίες με το που πατήσαμε το πόδι μας ήταν σαφείς. Πρώτον, ποτέ δεν ξεμυτίζεις από το ξενοδοχείο όταν σουρουπώνει. Δεύτερον, ποτέ δεν φεύγεις για βόλτα μόνος σου ακόμα και την ημέρα, αλλά καλύτερα σε ομάδες των τεσσάρων ατόμων μίνιμουμ. Τρίτον, εφόσον παραβιάζεις του δύο αυτούς απλούς και σαφείς κανόνες, που είχαν κάνει τα περισσότερα μέλη της ελληνικής δημοσιογραφικής αποστολής στη Νότιο Αφρική να αισθανόμαστε σαν... φυλακισμένοι, τότε αφενός λειτουργείς με δική σου ευθύνη και αφετέρου αποφεύγεις κάθε πρόκληση ή ακόμα και ευγενική πρόσκληση για βοήθεια, αφού ο κίνδυνος παραμονεύει παντού. Και όταν λέμε παντού, εννοούμε παντού: στον δρόμο αν περπατάς, στα φανάρια αν οδηγείς, ακόμα και μέσα στο ξενοδοχείο τελικά. Άλλωστε η είδηση για την κλοπή χρημάτων μέσα από τα δωμάτια της Εθνικής Ομάδας έκανε τον γύρο του κόσμου, όπως και κυρίως εκείνη για την επίθεση που δέχτηκαν από ένοπλες συμμορίες τρεις δημοσιογράφοι από την Ιβηρική Χερσόνησο μέσα στα δωμάτιά τους, σε διαπιστευμένο από την FIFAμάλιστα ξενοδοχείο την ώρα που κοιμόντουσαν, παραμονές της έναρξης της διοργάνωσης. Είναι αλήθεια ότι εκείνο το περιστατικό μας συγκλόνισε όλους όσους βρισκόμασταν στη Νότια Αφρική και μας ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Έστω και αν συνέβη στην πολύ πιο σκληρή νοτιαφρικανική ενδοχώρα και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το (πιο ευρωπαϊκό) Ντέρμπαν, στο οποίο μείναμε τις περισσότερες μέρες της παραμονής μας στη Νότια Αφρική, αφού εκεί είχε ορίσει την βάση της η Εθνική Ομάδα.



Οι έλληνες ομογενείς γελούσαν όταν τους λέγαμε την ανασφάλεια που νιώθουμε. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορείτε να περπατήσετε, αρκεί να μην πάτε στις κακόφημες συνοικίες και γενικά να είστε προσεκτικοί», μας έλεγαν. «Ποιες είναι οι κακόφημες συνοικίες;», τους ρωτάγαμε. «Αυτή, η τάδε και η δείνα», μας αποκρίνονταν. «Και πως τις αποφεύγουμε;». «Α, πρέπει να ξέρεις γιατί εκεί που περπατάς μπορεί να στρίψεις σε κανένα στενό. Καλύτερα μην οδηγείτε, θα μπερδευτείτε επειδή εδώ έχουν το τιμόνι δεξιά και γενικά μπορεί να σας την πέσουν και μέσα σε αμάξι. Ακόμα και τα ταξί δεν είναι ασφαλή», μας απάντησαν. Συμπέρασμα; Ξενοδοχείο και πάλι ξενοδοχείο. Και καμία απολύτως αίσθηση της ατμόσφαιρας γιορτής που έχουμε συνηθίσει σε αντίστοιχες διοργανώσεις, η οποία προφανώς υπάρχει, όπως μπορούσαμε να συμπεράνουμε από τον ήχο που ακούγαμε από τις περιβόητες βουβουζέλες, αλλά δεν είναι εύκολα προσβάσιμη για όλους.



Κάπως έτσι κυλούσε η πρώτη εβδομάδα, μέχρι να ξεκινήσει η διοργάνωση, να αυξηθούν κατακόρυφα τα μέτρα ασφαλείας και η αστυνομική παρουσία σε κάθε τετράγωνο, αλλά και να ξεψαρώσουμε και εμείς, ώστε πολύ προσεκτικά να κάνουμε να ανοίγματά σε μπαρ και χώρους όπου συγκεντρώνονταν οι φίλαθλοι. Τα πράγματα στο Ντέρμπαν και φανταζόμαστε γενικά στην χώρα έγιναν κάπως καλύτερα, τουλάχιστον φαινομενικά. Ωστόσο η φτώχεια και η ανέχεια παραμόνευε και η εικόνα ήταν συγκλονιστική όποτε ταξιδεύαμε στις πιο μακρινές από τη θάλασσα πόλεις όπου έπαιξε η Εθνική Ομάδα, όπως το Μπλουμφοντέιν και κυρίως το Πολοκουάνε. Εκεί μάλιστα δοκιμάσαμε και το απίστευτο σοκ: τα (λίγα) ξενοδοχεία της περιοχής περιβάλλονταν από φράχτες, στην κορυφή των οποίων υπήρχαν... ηλεκτροφόρα καλώδια, προφανώς για να αποτρέψουν επίδοξους διαρρήκτες από την εισβολή σε αυτά για να αλαφρώσουν τους (σε κάθε περίπτωση πιο) πλούσιους πελάτες τους.



Αλλά και στο φαινομενικά κοσμοπολίτικο Ντέρμπαν, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την αμμώδη παραλία που θυμίζει... Μαϊάμι με τις εντυπωσιακές ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις για τους «χλιδάτους» τουρίστες, υπήρχαν τα γκέτο (των μαύρων). Και ελάχιστα πιο μακριά υπήρχαν φυσικά και οι περίφημες παραγκουπόλεις, με εκατοντάδες άτομα να μένουν στοιβαγμένα στα υποτυπώδη «σπίτια», χωρίς ηλεκτρικό και νερό, με μια τουαλέτα για όλους, μέσα δηλαδή στην απόλυτη εξαθλίωση. Βρεθήκαμε τυχαία, πηγαίνοντας με αυτοκίνητο εκτός Ντέρμπαν σε μια προπόνηση της Ολλανδίας μια Παρασκευή, δυο εβδομάδες πριν. Μας έπιασε η καρδιά μας με όσα είδαμε, την ίδια ώρα που τρέμαμε να βγάλουμε έστω φωτογραφική μηχανή για να καταγράψουμε με τον φακό αυτό που βλέπαμε (και δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια). Η κάμερα είναι κάτι που αξίζει και άνθρωποι σαν και τους συγκεκριμένους, που κυριολεκτικά δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αν την έβλεπαν δεν θα χαμογελούσαν. Απλά θα έψαχναν τον τρόπο για να την κλέψουν, να την πουλήσουν και να εξασφαλίσουν το βιος των επόμενων ημερών. Μας κοίταγαν σαν... εξωγήινους, τους κοιτάγαμε με... φόβο, ήμασταν έτοιμοι να δεχτούμε την... επίθεση, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αντιθέτως, τυχαία βρεθήκαμε μπροστά σε ένα περιπολικό της Αστυνομίας, που αφού μας επέπληξε που μπήκαμε μες στην παραγκούπολη (καταραμένο GPS!) ανέλαβε να μας οδηγήσει στο προπονητικό κέντρο.



Κοντά είκοσι μέρες παραμείναμε στη Νότια Αφρική και είναι αλήθεια ότι δεν πέσαμε τελικά ούτε θύματα κλοπής ούτε οποιασδήποτε άλλης εγκληματικής ενέργειας. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλονταν στην τύχη ή επειδή προσέχαμε πολύ. Γεγονός είναι όμως ότι δυο σχεδόν δεκαετίες μετά την πτώση του απαρτχάιντ, οι διακρίσεις με βάση το χρώμα θεωρητικά έχουν καταργηθεί, αλλά πρακτικά εξακολουθούν να υπάρχουν. Μόνο που ο ρατσισμός δεν είναι πλέον φυλετικός αλλά κοινωνικός και σαφώς πιο δύσκολα διαχειρίσιμος για την πολιτική ηγεσία, αφού έχει ως πηγή του το χρήμα. Με την μικρή εμπειρία της ολιγοήμερης παραμονής στη Νότια Αφρική, αυτό που σε κάθε περίπτωση αντιλαμβάνεσαι είναι ότι ουσιαστικά αυτή η χώρα έχει ανθρώπους δύο ταχυτήτων. Τους (λίγους) πλούσιους, μα πολύ πλούσιους, κατά βάση όλους τους λευκούς. Και τους πολλούς φτωχούς, μα πάρα πολύ φτωχούς, που δεν έχουν να φάνε και οι οποίοι είναι η μεγάλη πλειοψηφία των μαύρων. Είναι αυτοί που θα ζητιανέψουν μερικά ραντ, θα προσπαθήσουν να σου κλέψουν το πορτοφόλι, θα επιτεθούν για να πάρουν κάμερες και κινητά, ενδεχομένως και θα... σκοτώσουν προκειμένου να φάνε ένα πιάτο φαΐ. Θα πείτε, μόνο οι μαύροι εγκληματούν; Όχι προφανώς, αλλά κυρίως αυτοί. Μόνο που αυτό δεν είναι θέμα ρατσισμού, ούτε εκδίκησης από την πλευρά τους για τα δεινά των προηγούμενων δεκαετιών. Είναι απλώς θέμα επιβίωσης...
Γιάννης Γιαγκίνης
πηγη:star.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: